- άμυλος
- ἄμυλος, -ον (Α)1. αυτός που δεν αλέστηκε σε μύλο2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ ἀμυλος ή τὸ ἄμυλονα) πίτα από λεπτό αλεύριβ) πολτώδες παρασκεύασμα που τρώγεται, κουρκούτι3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄμυλονβλ. άμυλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μύλη «μυλόπετρα».ΠΑΡ. ἄμυλο(ν)].
Dictionary of Greek. 2013.